- εφέστιος
- ἐφέστιος, -ον, ιων. τ. ἐπίστιος, -ον και ἐφίστιος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ.β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.)2. για ικέτες που κάθονται δίπλα στην εστία και ζητούν προστασία («ἱκέτης καὶ δόμων ἐφέστιος», Αισχύλ.)3. ξένος, φιλοξενούμενος («ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον», Σοφ.)4. αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)5. (γενικά) αυτός που ανήκει στο σπίτι ή στην οικογένεια («ἐφέστιοι εὐναί», Ευρ.)6. το ουδ. ως ουσ. α) ιων. τὸ ἐπίστιονη οικογένεια, Ηρόδ.β) τὸ ἐφέστιονο τόπος, η πατρίδα7. φρ. α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες τού οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η εστία και τών οποίων τα αγάλματα ήταν κοντά σ' αυτήνβ) «Ζεὺς ἐπίστιος» ή «Ζεὺς ἐφέστιος»Ζευς προστάτης τής φιλοξενίας8. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιοςτο κρασί που προσφερόταν κατά την υποδοχή φιλοξενουμένου, το ανίσωμα* (δ. γρφ. ἀνισων).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑστία].
Dictionary of Greek. 2013.